ὑπέκυψα

ὑπέκυψα
ὑποκύπτω
stoop under a yoke
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπέκυψ' — ὑπέκυψα , ὑποκύπτω stoop under a yoke aor ind act 1st sg ὑπέκυψε , ὑποκύπτω stoop under a yoke aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκύπτω — υποκύπτω, υπέκυψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποκύπτω — υπόκυψα και υπέκυψα 1. κυριολ. και μτφ., σκύβω κάτω από το ζυγό (κάτω από την κυριαρχία κάποιου), εγκαταλείπω κάθε αντίσταση, υποτάσσομαι: Οι Έλληνες υπέκυψαν στους Ρωμαίους. 2. πεθαίνω: Από την ακατάσχετη αιμορραγία υπέκυψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”